- συνελέγη
- σύν-λέγω 1layaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλινσύλλεκτος — παλινσύλλεκτος, ον (Α) αυτός που συνελέγη εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + συλλέγω] … Dictionary of Greek